καθυγραίνω

καθυγραίνω
(AM καθυγραίνω) [κάθυγρος]
υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.)
μσν.
μέσ. καθυγραίνομαι
σβήνω τη δίψα κάποιου
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ, ρευστοποιώ («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», Πλούτ.)
2. (για την κοιλιά) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθυγρασμός — καθυγρασμός, ὁ (Α) [καθυγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՆԱՒԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — ( ) NBH 1 0964 Chronological Sequence: 7c, 8c ն. ԽՈՆԱՒԱՑՈՒՑԱՆԵՄ ԽՈՆԱՒԵՄ ԽՈՆԱՒԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ὐγραίνω, καθυγραίνω madefacio, humecto, irrigo. Տալ խոնաւանալ. տամկացուցանել. թանալ. թրջել. ... *Հիւթովքն խոնաւացուցանել. Պիսիդ.: *Եւ ոչ ջերմին շիջեցելոյ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՆԱՒԵՄ — (եցի, ւօղ.) NBH 1 0964 Chronological Sequence: 7c, 8c ԽՈՆԱՒԱՑՈՒՑԱՆԵՄ ԽՈՆԱՒԵՄ ԽՈՆԱՒԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ὐγραίνω, καθυγραίνω madefacio, humecto, irrigo. Տալ խոնաւանալ. տամկացուցանել. թանալ. թրջել. ... *Հիւթովքն խոնաւացուցանել. Պիսիդ.: *Եւ ոչ ջերմին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՆԱՒԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (եցի, ւօղ.) NBH 1 0964 Chronological Sequence: 7c, 8c ԽՈՆԱՒԱՑՈՒՑԱՆԵՄ ԽՈՆԱՒԵՄ ԽՈՆԱՒԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ὐγραίνω, καθυγραίνω madefacio, humecto, irrigo. Տալ խոնաւանալ. տամկացուցանել. թանալ. թրջել. ... *Հիւթովքն խոնաւացուցանել. Պիսիդ.: *Եւ ոչ ջերմին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”